- Κρηνίδιον
- Κρηνίδιοςmasc acc sgΚρηνίδιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρηνίδιον — κρηνίδιον, τὸ (Α) βρυσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βαλαν ίδιον, γρα ΐδιον)] … Dictionary of Greek
κρηνίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρηνίον — κρηνίον, τὸ (Α) [κρήνη] κρηνίδιον* … Dictionary of Greek